ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΑ

Κύλα θολή σταλαγματιά γλύφοντας τη σκεπή
και πέρνα μες στης ταπεινής της μοίρας σου τα μέτρα.
Και στη φθινοπωριάτικη νυχτερινή σιωπή
τσάκιζε τη νερένια σου πυγμή πάνω στην πέτρα.

 Παιδί λιγνό του σύννεφου και κόρη της βροχής
υγρές σε ξεγεννούν στιγμές κι ώρες σε φέρνουν γκρίζες.
Κι εσύ, λόγος ανήκουστος θλιμμένης προσευχής
σιγοπερνάς και χάνεσαι στο χώμα και στις ρίζες.

 Όμως σ’ αυτό το πέρασμα συχνά το λυγερό
που τ’ αφανίζουν άβυσσοι και το στραγγίζουν χάη,
μπορείς εσύ σταλαγματιά να βλέπεις στον καιρό
πως τρίβεται το μέταλλο κι ο βράχος πως τρυπάει.
2006