ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ως γνωστόν με λένε Τάκη βασικά από μωρό
κι είμαι ένα ανθρωπάκι από χώμα και νερό.

Μες στους τέσσερίς μου τοίχους σιωπηλός κυκλοφορώ
γράφοντας συνήθως στίχους εις το μέτρο που μπορώ.

Έβγαινα και τραγουδούσα σαν τ’ αηδόνι στο κλαδί
και μ’ αντάμωσε η Μούσα και με φίλησε παιδί.

Γίναμε με δαύτη ταίρι δεν χωρίσαμε ποτέ
με μολύβι και δεφτέρι όπως όλοι οι ποιηταί.

Δεν φοβήθηκα την βία δημοσίευσα γραπτά
κι ήρθανε κάποια βραβεία που με τίμησαν μ’ αυτά.

Γράφω κι έγραψα βιβλία, κάποιοι τα θεωρούν πολλά
και πολλοί με ευκολία μ’ ανεβάζουνε ψηλά.

Στο περίμενε θα μείνεις της όποιας παραδοχής
και ποιητής μέλλει να γίνεις όταν γεννηθείς ποιητής.

Τον καφέ μου τον εσπρέσο τον τιμάω ενδελεχώς
κι αν σε κάποιους δεν αρέσω αυτός είμαι, δυστυχώς.

25.4.2015

ΤΟ ΤΡΑΜ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

Και μπουμ και μπαμ και ξανά μπαμ
κι ανύπαρκτον το σέβας
από την εποχή τ’ Αδάμ
συνάμα και της Εύας.
Κόσμος απλός πρωτογενής
στην άγνοιά του άσ’ τον
εντός εκτάσεως αδειανής
έδρα των πρωτοπλάστων.

Με τ’ αποδώ και τ’ αποκεί
ο κόσμος υποφέρει
Ρωσία και Αμερική
έχουν το πάνω χέρι.
Ο κόσμος μένει στη γωνιά
μετρώντας μαύρα χάλια
κι ο χάρος βγαίνει παγανιά
συλλέγοντας κεφάλια.

 Και μπουμ και μπαμ και ξανά μπαμ
βαριά τα όπλα ηχούνε
και θύμησες απ’ το ΕΑΜ
μας συνακολουθούνε.
Όρμησε άγρια οργή
κατά παντός βαρέως,
κοκκίνισε η μαύρη γη
από ντροπή βεβαίως.

 Και μπουμ και μπαμ και ξανά μπαμ
φραγκάτοι και πουράτοι
με σαχλαμπούχλες και σαρδάμ
κατασπαράζουν κράτη.
Σ’ αδυναμία ο λαός
ευρίσκεται εντέλει
κι αν δεν θελήσει ο θεός
συμπέρασμα δεν βγαίνει.

 Με μπουμ και μπαμ και ξανά μπαμ
ήταν για μας μοιραίο
να μην προφτάσουμε το τραμ
και δη το τελευταίο.
Και περιμένουμε κοτζάμ
άνθρωποι και ας βρέχει
να μπούμε έστω και στο τραμ
που γυρισμό δεν έχει.
5.11.2014

ΠΡΟΣ ΣΚΟΠΙΑ

Συννεφιασμένη Κυριακή και βροχερό Σαββάτο
και από διαχείριση πάντοτε στ’ άνω κάτω.
Οι ελπίδες ξανεμίζονται, τα σχέδιά μας σκόρπια,
Έλληνες πάρτε τ’ άρματα κι ολοταχώς στα Σκόπια.
Χρονίζουν τα προβλήματα σκούρα και μπερδεμένα,
πρωθυπουργοί περάσανε, κι ευθύνη σε κανένα.
Το κράτος ασυγκίνητο, γειτόνους δεν φοβάται,
εκείνοι στέκουν άγρυπνοι, κι η χώρα μας κοιμάται.

 Διαβαίνουν δίσεχτοι καιροί και μήνες οργισμένοι,
και τίποτα στη θέση του την πρώτιστη δεν μένει.
Αβάσιμες επιθυμιές στα σύνορα ανάβουν,
και οι εδώ αρμόδιοι αργούν να καταλάβουν.
Στα πέριξ, επεισόδια δημιουργούν αντάρτες
κυκλοφορούνε έντυπα και νέου τύπου χάρτες.
Μοιράζει κι η πατρίδα μας πολιτικά σορόπια
αργούν εδώ οι μηχανισμοί κι αγάλλονται τα Σκόπια.

 Αναστενάζουν τα βουνά, δακρύζουνε οι κάμποι
πάν’ απ’ τη βαρεμάρα μας χρυσός ο ήλιος λάμπει.
Ζητάμε υποστήριξη, γελούν οι αμερικάνοι,
εκείνοι που σε βάρος μας το έχουν παρακάνει.
Με όξος το κρυστάλλινο ποτήριον γεμάτο,
και στης Ελλάδας την υγειά προσφέρεται απ’ το ΝΑΤΟ.
Των ΗΠΑ τα συμφέροντα διαφέρουν απ’ τα ντόπια,
και τούτο να μην τ’ αγνοούν οφείλουνε τα Σκόπια.

 Δεν έχουν λόγο οι μικροί λαοί που συνορεύουν,
να ψάχνουνε διαφορές κι αιτίες να γυρεύουν.
Κρίνεται απαραίτητη κάθε συνεργασία
και στάση πατριωτική στις προσταγές της ΣΙΑ.
Η μοίρα μας σαφώς κοινή κι ας το καλοσκεφτούμε
και σαν δυό γείτονες καλοί, ειρήνη ημίν ας πούμε.
Με θέληση κερδίζονται των όμορων τα κόπια,
κι όσο καιρός, ας λογιστούν με σύνεση τα Σκόπια.
2.2.2008

ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Σοβαρά, χωρίς αστεία
την ζωή μου περπατώ
άνετα εν δημοκρατία
την οποία χαιρετώ.
Πολυχρόνια θητεία
σ’ ένα σύστημα κλειστό
μας πληγώνει η αλητεία
και το στόμα μας κλειστό.
Μιά ζωή δημοκρατία
μου ’ρχεται να τρελαθώ,
περιμένω μιά αιτία
για ν’ αυτοπυρποληθώ.

 Σύγχρονη δημοκρατία
με ανέργων πληθυσμό,
μ’ εγνωσμένη αλητεία
και με νεοφασισμό.
Ασυμμάζευτη αναρχία
και διάχυτο το σοκ
με διοίκηση αχρεία
και απ’ οικονομία γιόκ.
Εθνική πανωλεθρία
με ποικίλα στεγανά
κάποιοι για δικτατορία
ομιλούνε σιγανά.

 Η εδώ δημοκρατία
για εμάς είναι το παν,
έρχεται και πελατεία
από το Αφγανιστάν.
Ξένοι μας διαμελίζουν
και βιούμε εν σιωπή
και δεν μας αναγνωρίζουν,
σαν γραικούς, οι αλλοδαποί.

 Χώρα εν φαυλοκρατία
σ’ αυστηρό αποκλεισμό,
πάρτε την Δημοκρατία
φέρτε τον κομμουνισμό.
Τελειώνουνε τ’ αστεία
και τα ως εδώ αρκούν,
λογική δημοκρατία
κι όχι κατά το δοκούν.
25.11.2014

ΡΕΒΕΝΙΚΑ

Στην άμεση περιοχή του Μώλου, στους μεταγενέστερους χρόνους, αναφέρεται η πόλις Ρεβένικα. Στο βιβλίο «Το Ζητούνι» (Λαμία 1977) του Γεωργίου Κ. Αναγνώστου διαβάζουμε τα εξής:
… «Ο Βενιαμίν (σημ.:διάσημος Ιουδαίος περιηγητής του ΙΒ αιώνα) περιήλθε τας χώρας της Ανατολής από το έτος 1159 μέχρι του 1173, και από το «Οδοιπορικόν» του δε μανθάνομεν, ότι από την Ραβένικαν ήλθε εις Λαμίαν, την οποίαν ονομάζει Σινοπόταμον ή Σίνον ποταμόν κειμένην ύπερθεν της Ραβενίκης και εις απόστασιν από αυτήν μιας ημέρας δρόμου.
   Που ακριβώς έκειτο και πότε εκτίσθη η Ραβένικα αγνοούμεν. Πάντως έπρεπε να ευρίσκετο ολίγον δυτικώτερον της λεγομένης Σκάλας Μώλου και να είχε εμπορικήν κίνησιν»…
   Σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου διαβάζουμε:
… «Ο Βονιφάτιος (σημ.:Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, ένας από τους κυριότερους παράγοντες της Δ’ Σταυροφορίας, μετά από την οποία έγινε κύριος του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, 1207) ενώ κατελάμβανε την Θεσσαλίαν και την υπόλοιπον χώραν, διένειμε καθ’ οδόν τας πόλεις αυτής εις τους μεγιστάνας Λομβαρδούς, Αλλαμάνους και Φλαμανδούς υποτελείς του. Την Λαμίαν και την Ραβένικαν παρεχώρησε κατά το ήμισυ εις το Τάγμα των Ναϊτών και κατά το έτερον ήμισυ εις τον εκ των περιχώρων της Πάρμας καταγόμενον Λομβαρδόν Μαρκήσιο της Βοδονίτζης Γουΐδωνα Παλαβιτσίνι.»…
   Τέλος στο ίδιο βιβλίο του Γ. Αναγνώστου φθάνουμε στα παρακάτω κατατοπιστικά στοιχεία.
   «Η κατακύρωσις της Ραβένικας εις τον Ράϊνερ Ντε Τραβάγια εστέρησε την Μαρκιωνίαν της Βοδονίτζης επινείου επί του Μαλιακού κόλπου. Ένεκα τούτου εχρησιμοποιήθη από αυτήν όρμος, ο οποίος κείται κατ’ ευθείαν προς βορράν της Βοδονίτζης καλούμενος τότε Σκάλα Βοδονίτζης ή απλώς Σκάλα (Μύλλερ «Η Μαρκιωνία της Βοδονίτζης», σελ.5). Περί αυτόν δε εκτίσθη οικισμός καλούμενος Μόλος, ο οποίος εσώζετο μέχρι της Επαναστάσεως του 1821 αποτελών Τσιφλίκι τουρκικόν. Κατά την διάρκειαν της Επαναστάσεως ο οικισμός κατεστράφη εξ ολοκλήρου εμπρησθείς από τους Τούρκους εκδικούμενους διά την συμμετοχήν των κατοίκων αυτού εις την Επανάστασιν. Το 1833 οι διασωθέντες εκ των κατοίκων επανήλθον οίκαδε, ευρόντες δε αυτόν κατεστραμμένον επανέκτησαν αυτόν νοτιώτερον εις απόστασιν 20 λεπτά της ώρας και ακριβώς εκεί όπου ευρίσκεται η σήμερον ευημερούσα ομώνυμος κωμόπολις. Επροτιμήθη δε η θέσις αύτη, διότι είχε ολιγωτέραν υγρασίαν, ήτο περισσότερον ευάερος και απηλλαγμένη σχετικώς από ενοχλητικά έντομα (σκνίπες, κουνούπια, κλπ.). Ο όρμος ούτος εξακολουθεί μέχρι σήμερον να ονομάζεται Σκάλα.
2008

ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΑ

Κύλα θολή σταλαγματιά γλύφοντας τη σκεπή
και πέρνα μες στης ταπεινής της μοίρας σου τα μέτρα.
Και στη φθινοπωριάτικη νυχτερινή σιωπή
τσάκιζε τη νερένια σου πυγμή πάνω στην πέτρα.

 Παιδί λιγνό του σύννεφου και κόρη της βροχής
υγρές σε ξεγεννούν στιγμές κι ώρες σε φέρνουν γκρίζες.
Κι εσύ, λόγος ανήκουστος θλιμμένης προσευχής
σιγοπερνάς και χάνεσαι στο χώμα και στις ρίζες.

 Όμως σ’ αυτό το πέρασμα συχνά το λυγερό
που τ’ αφανίζουν άβυσσοι και το στραγγίζουν χάη,
μπορείς εσύ σταλαγματιά να βλέπεις στον καιρό
πως τρίβεται το μέταλλο κι ο βράχος πως τρυπάει.
2006

ΑΦΟΡΜΕΣ

Κύμα της λύπης ξέσπασες και ξύπνησες το στίχο
τον σιωπηλό που κούρνιαζε στους χώρους της ψυχής.
Κι εκείνος αντιλάλησε στον ρημαγμένο τοίχο
χελιδονάκι πρόσχαρο στο φως της χαραυγής.

 Σπυρί της θλίψης έπεσες κι ευθύς το θυμιατήρι
φλογώθηκε τ’ απόκοσμου παλιού μοναστηριού.
Κι οι μνήμες μισανοίγοντας δειλά το παραθύρι
πήρανε τις απόκρυφες μεριές του φεγγαριού.

 Νότα του πόνου στέναξες και ράγισαν τα μάγια
τα σφραγισμένα σε βαθιά νερά και σε γκρεμούς.
Κι η σκέψη με βασιλικούς και μυρωμένα βάγια
κίνησε τους χαμένους της να ψάξει στοχασμούς.
2006

ΣΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ

Στον αργαλειό της θύμησης, του στοχασμού τα χτένια
στης μοναξιάς τ’ αμίλητα τον πόνο τους χτυπούν.
Στη χαμηλή τους μπόρεση και στην πικρή τους έννοια
ψάχνουν να δέσουν τ’ άδετα τ’ ανείπωτα να πουν.

 Θλιμμένα τα στημόνια του, περίλυπα τα ‘φάδια
μακραίνουν το διασίδι τους σ’ ένα μουντό πανί.
Στα πληχτικά τους χρώματα, σχέδια κλείνουν άδεια
και μια γραμμή στην ούγια τους χαράζουν σκοτεινή.

 Στον αργαλειό της θύμησης οι νύχτες παραστέκουν
και στις σαΐτες τις κλωστές των λογισμών περνούν.
Κι όσα διασίδια μες στο φως της χαραυγής ξεπλέκουν
απ’ την αρχή τ’ απόβραδα πάλι τα ξεκινούν…
2006

ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ

Έρχονται «στιγμές» που δε μπορείς
για δικές σου να τις λογαριάσεις.
Στρέφεις τη ματιά σου, αδιαφορείς
και πασχίζεις να τις προσπεράσεις.
Έντονα ζητάς να βρεις φυγές
για να μείνεις έξω από κείνες .
Μ’ αντιπαρατάσσονται οι «στιγμές»
κι είναι της πορείας σου οι σειρήνες.

 Έρχονται «στιγμές» κι ένα κρασί
σε κερνούν και είσαι μεθυσμένος.
Κι έτσι ο απόκληρος εσύ
νοιώθεις δυνατά ευτυχισμένος.
Κι άλλοτε στο ίδιο σου «εγώ»
βλέπεις με τα μάτια δακρυσμένα,
όλη τη ζωή σου ναυαγό
που αντιπαλεύει απεγνωσμένα.

 Έρχονται «στιγμές» κι οι θησαυροί
τη βαριά τους χάνουν σημασία.
Ξεδιπλώνουν μέσα μας σταυροί
τη θανατερή τους παρουσία.
Φτάνουνε «στιγμές» και στη βραδιά
του χειμώνα, όνειρα χαράζεις.
Τ’ άστρα του ουρανού, χρυσά φλουριά
στ’ αδειανό πουγγί σου λογαριάζεις.

 Έρχονται «στιγμές» μ’ ένα πολύ
δυνατό τροπάρι μαγεμένο.
Κι είναι στο κλαδί ένα πουλί
πιο πολύ δικό σου, παρά ξένο.
Είναι κι οι «στιγμές» που αντηχεί
μιά φωνή βαθιά σου απελπισμένη.
Κι είναι το κορμί σου κι η ψυχή
δυό εχθροί, βαριά τραυματισμένοι…

 Δροσερές, ανάλαφρες κι αριές,
στης ζωής το λούλουδο, σταγόνες.
Κι οι «στιγμές» που κάθονται βαριές
πάνω στη ψυχή μας, σαν αιώνες,
λαμπερές «στιγμές», «στιγμές» χλωμές
και «στιγμές» σκληρές σαν τον αχάτη.
Η ζωή μας όλη, από «στιγμές»
δυνατές κι αδύνατες γεμάτη.
2009

ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ

Με το χαρτί γραμματικέ 
γραφιά με το κοντύλι,
του μαλαμάτου χρυσικέ
Τεχνίτη με τη σμίλη.
Στ’ άκριτα και στ’ ανείπωτα
και στα πολλά γραμμένα,
όλα στο σούμα τίποτα
και στ’ όφελος κανένα.

 Τρανή στα σύνορα φωτιά
στις πολιτείες φρίκη,
ζωή με τη λαβωματιά
και με το δεκανίκι.
Στου στεναγμού τα πέρατα
στου πόνου τα νυχτέρια,
του μίσους άγρια τέρατα
και φονικά μαχαίρια.

 Ήλιε, χρυσάφι στα σπαρτά
κι ασήμι στα περβόλια,
είναι τα βάσανα φριχτά
πέφτουν βροχή τα βόλια.
Στο λίβα μαραθήκατε
βασιλικά και βιόλες,
κι αθώες που χαθήκατε
καρδιές στις καρμανιόλες.

 Τρέχει τ’ αθάνατο νερό
στον κόσμο τον απάνω,
το πάτημά μας σφελερό
και τ’ όνειρό μας πλάνο.
Πίκρα που μας περίσεψες
στο πέρασμα της ζήσης,
χαρά π’ αλάργα μίσεψες
κι ακόμα να γυρίσεις.

 Έμπα θυμάρι του βουνού
στου λογισμού τον δρόμο,
άστρο κατέβα τ’ ουρανού
στου βίου μας τον τρόμο.
Στο βράχο που σταθήκαμε
καημός και στεναχώρια,
αδέρφια γεννηθήκαμε
και περπατάμε χώρια.

 Ψυχή των λογισμών πλατιά
την ώρα βρες την ώρια,
στο δρόμο για την ξενιτιά
ορτσάρουν τα βαπόρια.
Στων θαλασσών τ’ ανέμισμα
στο σάλο του κυμάτου
της προσμονής το γκρέμισμα
το χνώτο του θανάτου.

 Γυμνή καρδιά στη στοναχή
νιότη πικρή στο κρίμα,
που λύγισες απαντοχή
μπροστά στ’ άδικο μνήμα.
Βαριά στα μαυρομάντηλα
οι πικρομάνες κλαίνε,
χλωμά τα νεκροκάντηλα
καημούς κι ελπίδες καίνε.

 Υπέρτατε των ουρανών
του σύμπαντος πατέρα,
στα σύνορα των ταπεινών
φέξε μιαν άλλη μέρα.
Το πλάσμα σου τ’ ασήμαντο
στον πόνο του να γιάνει
και της ζωής το σήμαντρο
Λύτρωση να σημάνει…
2007