Με το χαρτί γραμματικέ
γραφιά με το κοντύλι,
του μαλαμάτου χρυσικέ
Τεχνίτη με τη σμίλη.
Στ’ άκριτα και στ’ ανείπωτα
και στα πολλά γραμμένα,
όλα στο σούμα τίποτα
και στ’ όφελος κανένα.
Τρανή στα σύνορα φωτιά
στις πολιτείες φρίκη,
ζωή με τη λαβωματιά
και με το δεκανίκι.
Στου στεναγμού τα πέρατα
στου πόνου τα νυχτέρια,
του μίσους άγρια τέρατα
και φονικά μαχαίρια.
Ήλιε, χρυσάφι στα σπαρτά
κι ασήμι στα περβόλια,
είναι τα βάσανα φριχτά
πέφτουν βροχή τα βόλια.
Στο λίβα μαραθήκατε
βασιλικά και βιόλες,
κι αθώες που χαθήκατε
καρδιές στις καρμανιόλες.
Τρέχει τ’ αθάνατο νερό
στον κόσμο τον απάνω,
το πάτημά μας σφελερό
και τ’ όνειρό μας πλάνο.
Πίκρα που μας περίσεψες
στο πέρασμα της ζήσης,
χαρά π’ αλάργα μίσεψες
κι ακόμα να γυρίσεις.
Έμπα θυμάρι του βουνού
στου λογισμού τον δρόμο,
άστρο κατέβα τ’ ουρανού
στου βίου μας τον τρόμο.
Στο βράχο που σταθήκαμε
καημός και στεναχώρια,
αδέρφια γεννηθήκαμε
και περπατάμε χώρια.
Ψυχή των λογισμών πλατιά
την ώρα βρες την ώρια,
στο δρόμο για την ξενιτιά
ορτσάρουν τα βαπόρια.
Στων θαλασσών τ’ ανέμισμα
στο σάλο του κυμάτου
της προσμονής το γκρέμισμα
το χνώτο του θανάτου.
Γυμνή καρδιά στη στοναχή
νιότη πικρή στο κρίμα,
που λύγισες απαντοχή
μπροστά στ’ άδικο μνήμα.
Βαριά στα μαυρομάντηλα
οι πικρομάνες κλαίνε,
χλωμά τα νεκροκάντηλα
καημούς κι ελπίδες καίνε.
Υπέρτατε των ουρανών
του σύμπαντος πατέρα,
στα σύνορα των ταπεινών
φέξε μιαν άλλη μέρα.
Το πλάσμα σου τ’ ασήμαντο
στον πόνο του να γιάνει
και της ζωής το σήμαντρο
Λύτρωση να σημάνει…
2007