ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΑ

Κύλα θολή σταλαγματιά γλύφοντας τη σκεπή
και πέρνα μες στης ταπεινής της μοίρας σου τα μέτρα.
Και στη φθινοπωριάτικη νυχτερινή σιωπή
τσάκιζε τη νερένια σου πυγμή πάνω στην πέτρα.

 Παιδί λιγνό του σύννεφου και κόρη της βροχής
υγρές σε ξεγεννούν στιγμές κι ώρες σε φέρνουν γκρίζες.
Κι εσύ, λόγος ανήκουστος θλιμμένης προσευχής
σιγοπερνάς και χάνεσαι στο χώμα και στις ρίζες.

 Όμως σ’ αυτό το πέρασμα συχνά το λυγερό
που τ’ αφανίζουν άβυσσοι και το στραγγίζουν χάη,
μπορείς εσύ σταλαγματιά να βλέπεις στον καιρό
πως τρίβεται το μέταλλο κι ο βράχος πως τρυπάει.
2006

ΑΦΟΡΜΕΣ

Κύμα της λύπης ξέσπασες και ξύπνησες το στίχο
τον σιωπηλό που κούρνιαζε στους χώρους της ψυχής.
Κι εκείνος αντιλάλησε στον ρημαγμένο τοίχο
χελιδονάκι πρόσχαρο στο φως της χαραυγής.

 Σπυρί της θλίψης έπεσες κι ευθύς το θυμιατήρι
φλογώθηκε τ’ απόκοσμου παλιού μοναστηριού.
Κι οι μνήμες μισανοίγοντας δειλά το παραθύρι
πήρανε τις απόκρυφες μεριές του φεγγαριού.

 Νότα του πόνου στέναξες και ράγισαν τα μάγια
τα σφραγισμένα σε βαθιά νερά και σε γκρεμούς.
Κι η σκέψη με βασιλικούς και μυρωμένα βάγια
κίνησε τους χαμένους της να ψάξει στοχασμούς.
2006

ΣΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ

Στον αργαλειό της θύμησης, του στοχασμού τα χτένια
στης μοναξιάς τ’ αμίλητα τον πόνο τους χτυπούν.
Στη χαμηλή τους μπόρεση και στην πικρή τους έννοια
ψάχνουν να δέσουν τ’ άδετα τ’ ανείπωτα να πουν.

 Θλιμμένα τα στημόνια του, περίλυπα τα ‘φάδια
μακραίνουν το διασίδι τους σ’ ένα μουντό πανί.
Στα πληχτικά τους χρώματα, σχέδια κλείνουν άδεια
και μια γραμμή στην ούγια τους χαράζουν σκοτεινή.

 Στον αργαλειό της θύμησης οι νύχτες παραστέκουν
και στις σαΐτες τις κλωστές των λογισμών περνούν.
Κι όσα διασίδια μες στο φως της χαραυγής ξεπλέκουν
απ’ την αρχή τ’ απόβραδα πάλι τα ξεκινούν…
2006

ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ

Έρχονται «στιγμές» που δε μπορείς
για δικές σου να τις λογαριάσεις.
Στρέφεις τη ματιά σου, αδιαφορείς
και πασχίζεις να τις προσπεράσεις.
Έντονα ζητάς να βρεις φυγές
για να μείνεις έξω από κείνες .
Μ’ αντιπαρατάσσονται οι «στιγμές»
κι είναι της πορείας σου οι σειρήνες.

 Έρχονται «στιγμές» κι ένα κρασί
σε κερνούν και είσαι μεθυσμένος.
Κι έτσι ο απόκληρος εσύ
νοιώθεις δυνατά ευτυχισμένος.
Κι άλλοτε στο ίδιο σου «εγώ»
βλέπεις με τα μάτια δακρυσμένα,
όλη τη ζωή σου ναυαγό
που αντιπαλεύει απεγνωσμένα.

 Έρχονται «στιγμές» κι οι θησαυροί
τη βαριά τους χάνουν σημασία.
Ξεδιπλώνουν μέσα μας σταυροί
τη θανατερή τους παρουσία.
Φτάνουνε «στιγμές» και στη βραδιά
του χειμώνα, όνειρα χαράζεις.
Τ’ άστρα του ουρανού, χρυσά φλουριά
στ’ αδειανό πουγγί σου λογαριάζεις.

 Έρχονται «στιγμές» μ’ ένα πολύ
δυνατό τροπάρι μαγεμένο.
Κι είναι στο κλαδί ένα πουλί
πιο πολύ δικό σου, παρά ξένο.
Είναι κι οι «στιγμές» που αντηχεί
μιά φωνή βαθιά σου απελπισμένη.
Κι είναι το κορμί σου κι η ψυχή
δυό εχθροί, βαριά τραυματισμένοι…

 Δροσερές, ανάλαφρες κι αριές,
στης ζωής το λούλουδο, σταγόνες.
Κι οι «στιγμές» που κάθονται βαριές
πάνω στη ψυχή μας, σαν αιώνες,
λαμπερές «στιγμές», «στιγμές» χλωμές
και «στιγμές» σκληρές σαν τον αχάτη.
Η ζωή μας όλη, από «στιγμές»
δυνατές κι αδύνατες γεμάτη.
2009

ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ

Με το χαρτί γραμματικέ 
γραφιά με το κοντύλι,
του μαλαμάτου χρυσικέ
Τεχνίτη με τη σμίλη.
Στ’ άκριτα και στ’ ανείπωτα
και στα πολλά γραμμένα,
όλα στο σούμα τίποτα
και στ’ όφελος κανένα.

 Τρανή στα σύνορα φωτιά
στις πολιτείες φρίκη,
ζωή με τη λαβωματιά
και με το δεκανίκι.
Στου στεναγμού τα πέρατα
στου πόνου τα νυχτέρια,
του μίσους άγρια τέρατα
και φονικά μαχαίρια.

 Ήλιε, χρυσάφι στα σπαρτά
κι ασήμι στα περβόλια,
είναι τα βάσανα φριχτά
πέφτουν βροχή τα βόλια.
Στο λίβα μαραθήκατε
βασιλικά και βιόλες,
κι αθώες που χαθήκατε
καρδιές στις καρμανιόλες.

 Τρέχει τ’ αθάνατο νερό
στον κόσμο τον απάνω,
το πάτημά μας σφελερό
και τ’ όνειρό μας πλάνο.
Πίκρα που μας περίσεψες
στο πέρασμα της ζήσης,
χαρά π’ αλάργα μίσεψες
κι ακόμα να γυρίσεις.

 Έμπα θυμάρι του βουνού
στου λογισμού τον δρόμο,
άστρο κατέβα τ’ ουρανού
στου βίου μας τον τρόμο.
Στο βράχο που σταθήκαμε
καημός και στεναχώρια,
αδέρφια γεννηθήκαμε
και περπατάμε χώρια.

 Ψυχή των λογισμών πλατιά
την ώρα βρες την ώρια,
στο δρόμο για την ξενιτιά
ορτσάρουν τα βαπόρια.
Στων θαλασσών τ’ ανέμισμα
στο σάλο του κυμάτου
της προσμονής το γκρέμισμα
το χνώτο του θανάτου.

 Γυμνή καρδιά στη στοναχή
νιότη πικρή στο κρίμα,
που λύγισες απαντοχή
μπροστά στ’ άδικο μνήμα.
Βαριά στα μαυρομάντηλα
οι πικρομάνες κλαίνε,
χλωμά τα νεκροκάντηλα
καημούς κι ελπίδες καίνε.

 Υπέρτατε των ουρανών
του σύμπαντος πατέρα,
στα σύνορα των ταπεινών
φέξε μιαν άλλη μέρα.
Το πλάσμα σου τ’ ασήμαντο
στον πόνο του να γιάνει
και της ζωής το σήμαντρο
Λύτρωση να σημάνει…
2007